- ὀδόντι
- ὀδούςtoothmasc dat sgὀδούςtoothmasc dat sgὀδώνtoothmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ὀδόντ' — ὀδόντα , ὀδούς tooth masc acc sg ὀδόντα , ὀδούς tooth masc acc sg ὀδόντι , ὀδούς tooth masc dat sg ὀδόντι , ὀδούς tooth masc dat sg ὀδόντε , ὀδούς tooth masc nom/voc/acc dual ὀδόντε , ὀδούς tooth masc nom/voc/acc dual ὀδόντα , ὀδών tooth masc acc … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρίω — Α 1. κόβω με πριόνι, πριονίζω («κεραίαν μεγάλην δίχα πρίσαντες ἐκοίλαναν ἅπασαν», Θουκ.) 2. δαγκώνω («ὀδόντι πρῑε τὸ στόμα», Σοφ.) 3. κόβω συλλαβές 4. παθ. πρίομαι α) κόβω σε κομμάτια β) (ιδίως στη χειρουργική) τρυπώ με πριονοειδές τρυπάνι γ)… … Dictionary of Greek